- αγερωχώ
- ἀγερωχῶ, -έω (Μ) [ἀγέρωχος]1. είμαι υπερήφανος, αλαζόνας2. (για άλογα) είμαι ατίθασος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἀγερώχῳ — Ἀγέρωχος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγερώχῳ — ἀγέρωχος high minded masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγέρωχος — η ο (Α ἀγέρωχος, ον) υπεροπτικός, αλαζόνας αρχ. (στον Όμηρο πάντοτε με καλή σημασία) μεγαλόφρων, μεγαλοπρεπής, ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. σύνθετο «ἐκ συναρπαγῆς» < ἀ αθροιστ. και τή φρ. «γέρας ἔχειν». ΠΑΡ. ἀγερωχία μσν.… … Dictionary of Greek